Ο Χιλιανός περιπλανώμενος συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, που έζησε δυόμισι χρόνια στη φυλακή και απελευθερώθηκε χάρη στην πίεση της Διεθνούς Αμνηστίας, γράφει πως, κάθε φορά που ακούει στις ειδήσεις ότι κάποιος βασανιστής πυροβολήθηκε στο δρόμο, γυρνάει το βράδυ στο σπίτι του, βάζει ένα ποτήρι κρασί και το πίνει σιωπηλός.
Τον θυμήθηκα διαβάζοντας πως το Ανώτατο Δικαστήριο της Χιλής επικύρωσε την απόφαση του Δικαστή Γκουζμάν με ψήφους 3-2 και ο Αουγκούστο Πινοσέτ θα δικαστεί για εννέα κατηγορίες απαγωγής και μία κατηγορία φόνου που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Κόνδωρ». Θυμήθηκα λοιπόν τον Σεπούλβεδα και μια συζήτηση που είχαμε πριν από λόγια χρόνια, όταν είχε βρεθεί στην Ελλάδα, για το αν ο φόνος ενός βασανιστή απονέμει δικαιοσύνη.
Η συλλογική μας συνείδηση έχει εμμονές. Αλίμονο αν δεν είχε. Και μια από τις διαχρονικές της εμμονές είναι η δικαιοσύνη. Ιδίως για όσους αποσπούν την εξουσία και την κάνουν όπλο τους, παραβιάζοντας το ανθρώπινο μέτρο στη βία. Τότε ξυπνάει η ιερή οργή των δικαίων.
Η εμμονή στη δικαιοσύνη χλευάζεται συχνά, θεωρείται απλοϊκή ή ουτοπική. Για χρόνια χαρακτηρίζονταν αφελείς όσοι ζητούσαν την ίδρυση ενός μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Μέχρι που έγινε γνωστό ποιοι συνασπίστηκαν για να αποτρέψουν τη λειτουργία του (ΗΠΑ, Κίνα, Λιβύη, Ρωσία κ.α. σε αγαστή σύμπνοια), χωρίς τελικά να τα καταφέρουν. Τότε όλοι έδειξαν να καταλαβαίνουν.
Η εμμονή στη δικαιοσύνη μένει ορφανή κι η ιερή οργή εκρήγνυται, όταν οι θύτες όχι απλώς ξεφεύγουν αλλά επιβραβεύονται, γίνονται κάποτε ευνοούμενοι ενός επόμενου καθεστώτος. Τότε, ας το ομολογήσουμε, ίσως περιμένουμε με κρυφή ελπίδα το άκουσμα της είδησης πως τους συνάντησε η σφαίρα ενός αγνώστου και πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους. Ξέρουμε όμως την ίδια στιγμή, οφείλουμε να ξέρουμε, πως αν είναι μια ανάσα αυτό για την ιερή οργή μας, πάντως δεν είναι δικαιοσύνη.
Η δικαιοσύνη μας είναι δρόμος ανηφορικός. Χρειάζεται επιμονή και αυτοέλεγχο, αρχές που δεν αλλάζουν κάθε στιγμή, κριτήρια πέρα από το χρόνο και τον τόπο. Μόνο τότε αίρεται πάνω από τις πρόσκαιρες ήττες και μας παρασύρει σε αυτό το μεθυστικό, διαχρονικό κυνήγι της ιστορίας προς την ολόφωτη αίθουσα ενός δικαστηρίου διάφανου.
Φαντάζομαι αυτή την αίθουσα. Με τον Πινοσέτ και τους δικηγόρους του. Με τους συγγενείς των θυμάτων του. Φαντάζομαι τα εγκλήματα να παίρνουν σάρκα και οστά, τους αγνοούμενους να βρίσκουν για μια στιγμή το χαμένο τους πρόσωπο. Τις γυναίκες της Πλατείας ντελ Μάγιο στη Χιλή (αλλά και τις Γυναίκες με τα Μαύρα στην πρώην Γιουγκοσλαβία ή στην Τουρκία) να παρακολουθούν από μακριά. Τον Σεπούλβεδα να αγωνιά για την έκβαση.
Το βράδυ εκείνης της μέρας μπορούμε όλοι να πιούμε ένα ποτήρι κρασί.
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ