Μόλις διάβασα την είδηση και νιώθω σα να έφυγε ένας από τους τελευταίους μας παππούδες.
Σαν εκείνους, μπορούσε να λέει ιστορίες από τα παλιά, να μιλάει για τη δουλειά του ως εργάτης στα ναυπηγεία, για τη θητεία του σε βομβαρδιστικό στον Β’ παγκόσμιο, για τους πολέμους της Αμερικής και τους βετεράνους, τους αγώνες των εργατών, τις μεγάλες απεργίες, τα συνδικάτα, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, τα κινήματα κατά του πολέμου, την πολιτική ανυπακοή.
Είναι εξάλλου λίγοι οι παππούδες που φέρνουν τον Μαρξ στο Σόχο και γράφουν για την Ιστορία των απλών ανθρώπων, αφήνοντας στην άκρη την πλευρά των στρατηγών και των προέδρων. Έφερε στο προσκήνιο τις τάξεις, τις φυλές και τα φύλα χαρίζοντας πολυπρισματικότητα στην ιστορική αφήγηση.
Στην αυτοβιογραφία του έγραφε «Ήθελα οι φοιτητές να φεύγουν από την τάξη όχι απλά καλύτερα πληροφορημένοι, αλλά προετοιμασμένοι να παρατήσουν την ασφάλεια της σιωπής, πιο έτοιμοι να μιλήσουν, να δράσουν ενάντια στην αδικία όπου την έβλεπαν. Αυτή, φυσικά, ήταν μια συνταγή για φασαρίες». Έτσι δικαιολογούσε και τον τίτλο της ιστορίας της ζωής του:You Can’t Be Neutral on a Moving Train. Γνωστός ακτιβιστής κατά του πολέμου του Βιετνάμ ο ίδιος, μπήκε σε μαύρη λίστα ιδίως όταν πήγε στο Βιετνάμ για διαπραγματεύσεις.
Νιώθω πολύ τυχερός που τον γνώρισα πέρσι, όταν ήρθε στην Αθήνα και προλόγισα την ομιλία του στα Γαλλικό Ινστιτούτο. Του πήρα και μια εκτενή συνέντευξη που εκδόθηκε μαζί με το κείμενο της ομιλίας (εκδ. Αιώρα). Πίσω από το τυπικό ντύσιμο ακαδημαϊκού αμερικάνου (με τα φαρδιά παντελόνια, τα μπαλώματα στους αγκώνες, τα αθλητικά παπούτσια) κρυβόταν μια φλογισμένη ασίγαστη όρεξη για ζωή. Αλλά και η επίγνωση του τέλους που έρχεται. Οι αναλύσεις του μου φάνηκαν μερικές φορές επιφανειακές, με τον τρόπο που οι αμερικανικές αναλύσεις συχνά φαίνονται στους ευρωπαίους. Η αγωνιστικότητά του καθόλου. Ούτε ο θυμός του για έναν αιώνα διαψευσμένο, θυμό που δεν άφηνε όμως στιγμή να γίνει ανημπόρια.
Φάγαμε κι ένα βράδυ υπό το φως της Ακρόπολης και τον απολαύσαμε (μαζί με τον εκδότη και φίλο Άρη Λασκαράτο) να μιλάει με τρομερή θέρμη για το σήμερα και το αύριο, τον Ομπάμα, τη ιδιότυπη λογοκρισία που επιβάλλουν τα μεγάλα μίντια, τη χούντα στην Ελλάδα κι άλλα πολλά. Είπαμε και για τα 60ς, την αμφισβήτηση, τους ρόκερς τότε και σήμερα. Αυτά θυμάμαι.
Ένας γλυκύτατος μαχητής από το παρελθόν, από τους μεγάλους του σύντομου 20ου αιώνα που πρόλαβε να πατήσει για τα καλά και στον μουντό 21ο με τη μαχητικότητα ενός οργισμένου εφήβου (με ό,τι συνεπάγεται αυτό, καλό και κακό). Έφυγε ταξιδεύοντας στη Σάντα Μόνικα, στην Καλιφόρνια, και πήγε να συναντήσει τη σύντροφο της ζωής του που έχασε πρόσφατα.