Σύντομα θα συζητηθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα ναρκωτικά. Η ψήφισή του θα αποτελέσει ιστορική τομή. Επί σχεδόν έναν αιώνα η ποινική αντιμετώπιση της διακίνησης από χρήστες και η θεραπευτική μεταχείριση του εξαρτημένου παραβάτη παλινωδούσαν μεταξύ της πρόσληψης της εξάρτησης ως ιδιότυπης μάλλον ανίατης «ασθένειας» ηθικού χαρακτήρα και μιας «μικτής» αντιμετώπισης του εξαρτημένου δράστη ως θύματος και ως θύτη. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν το σωφρονιστικό μας αδιέξοδο.
Το 2009 οι ελληνικές διωκτικές αρχές απήγγειλαν 17.535 κατηγορίες σε βάρος 16.469 ατόμων για χρήση, παραγωγή, καλλιέργεια και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Ο πληθυσμός των φυλακών απαρτίζεται κατά τα 2/3 από άτομα που έχουν καταδικαστεί για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και σχετικές με την χρήση. Οι φυλακές μας είναι ένας ιδιότυπος «τόπος φύλαξης» εξαρτημένων ανθρώπων.
Η ισχύουσα νομοθεσία αναπαράγει την πλασματική εικόνα ότι ο χρήστης/θύμα και ο έμπορος/θύτης είναι δύο απολύτως διαχωρισμένες κατηγορίες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι εύκολο να διαχωριστούν, κυρίως όσον αφορά τους κύριους αποδέκτες της καταστολής, τα «βαποράκια». Οι πολέμιοι κάθε ηπιότερης ποινικής αντιμετώπισης του εξαρτημένου χρήστη, είτε προέρχονται από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, αναπαράγουν αυτή την βασική σύγχυση και παραβλέπουν ότι και οι πλέον αυστηροί νόμοι δεν ανέστειλαν την ραγδαία διάδοση των ναρκωτικών ουσιών. Αντίθετα, μάλλον συντελούν στη διαιώνιση της παράνομης διακίνησης, ενώ η εμπλοκή του χρήστη στον ποινικό μηχανισμό ευνοεί τη συνέχιση και όχι τη διακοπή της χρήσης.
Μεγάλη λοιπόν η σπουδαιότητα του νομοσχεδίου, αφού κατοχυρώνει το δικαίωμα του εξαρτημένου χρήστη στη θεραπεία, εισάγει έναν αναγκαίο εξορθολογισμό των ποινών, προβλέπει προσεκτικό διαχωρισμό μεταξύ των ελαφρύτερων περιπτώσεων διακίνησης και των βαρύτερων και οργανωμένων μορφών, για τις οποίες διατηρεί την αυστηρή καταστολή, και εισάγει επιπλέον αποδεικτικά μέσα για την διάγνωση της εξάρτησης, εκτός από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης και μόνο, όπως ισχύει μέχρι σήμερα.
Οι προθέσεις του νομοθέτη δυναμιτίζονται όμως εκ προοιμίου από τις δραματικές περικοπές στις χρηματοδοτήσεις των προγραμμάτων απεξάρτησης και αυτών της υποκατάστασης. Και αυτό, σε οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που σπρώχνουν όλο και διευρυνόμενα στρώματα πληθυσμού στο περιθώριο, ωθούν δηλαδή τον χρήστη στην εξάρτηση και τον απεξαρτημένο στην υποτροπή. Όμως, ακόμα και η πιο στενή λογιστική λογική δεν μπορεί να παραβλέπει ότι το κόστος της εξάρτησης από τα ναρκωτικά είναι, για το κράτος, πολλαπλάσιο του κόστους λειτουργίας των προγραμμάτων απεξάρτησης εντός και εκτός φυλακής. Ταυτόχρονα, η αποτελεσματικότητα της στεγνής απεξάρτησης έχει αξιολογηθεί και τεκμηριωθεί. Ενδεικτικά, έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας έδειξε πως από την ηρωίνη απομακρύνθηκε το 11% όσων πέρασαν από τις θεραπευτικές διαδικασίες για τρεις μήνες, το 31% όσων παρέμειναν εκεί 3 με 9 μήνες, το 47% όσων παρέμειναν 9 με 12 μήνες και το 76% όσων συμπλήρωσαν έτος.
Υπό το φως των παραπάνω, οι περικοπές της κρατικής επιχορήγησης προς το ΚΕΘΕΑ κατά 51%, που απειλούν να στερήσουν από τις υπηρεσίες του οργανισμού χιλιάδες άτομα, είναι ευθεία βολή κατά της πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Είναι λανθασμένη κίνηση και με οικονομικά κριτήρια, δεδομένου ότι με κάθε μία νομισματική μονάδα που δίνεται στη θεραπεία εξοικονομούνται μέχρι και 23 από τη μείωση των επιπτώσεων της εξάρτησης στην κοινωνία. Μια μικρή μείωση σε στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες σήμερα σημαίνει μεγάλη αύξηση των δαπανών για τη δημόσια υγεία, τη δίωξη και την απονομή ποινικής δικαιοσύνης αύριο. Με άλλα λόγια, ορισμένες φαινομενικά «φθηνές λύσεις» μπορούν να είναι δημοσιονομικά και κοινωνικά πανάκριβες.
Οι πολέμιοι της μεταρρύθμισης στο πεδίο της αντιμετώπισης των ναρκωτικών θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν τις αντιφάσεις που προαναφέραμε για να δικαιολογήσουν τη συλλήβδην απόρριψη οποιασδήποτε αλλαγής. Το νομοσχέδιο πρέπει λοιπόν να ψηφιστεί. Πρόσθετο επιχείρημα στην κατεύθυνση αυτή είναι η ευρεία κοινωνική στήριξη που εκδηλώνεται τις τελευταίες μέρες προς τις δοκιμαζόμενες δομές του ΚΕΘΕΑ. Αποτελεί δείγμα υγιών αντανακλαστικών και σαφές νεύμα της κοινωνίας ότι υπερασπίζεται την κοινωνική συνοχή και την κοινή λογική. Η κυβέρνηση οφείλει να το αξιολογήσει κατάλληλα.