Ο μέγας παρακείμενος του τέλους: Αναζητώντας το αποτύπωμα του Πάνου Οικονόμου

panos-oikonomoy-neo-neo-neo1

Πρόσφατα (15/6) τα φιλόξενα Ενθέματα παρουσίασαν την ποιητική σύνθεση του Πάνου Οικονόμου «Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου». Το εκδοτικό καλωσόρισμα αποδείχτηκε, φευ, σχεδόν ταυτόχρονος αποχαιρετισμός∙ στις 12 Ιουλίου ο Πάνος έφυγε από τη ζωή στα 46 του χρόνια. Είναι τούτες οι γραμμές μια πρώιμη και σίγουρα φορτισμένη προσπάθεια να μιλήσω για το πολλαπλά δημιουργικό του αποτύπωμα.

Παθιασμένος δάσκαλος και νεοελληνιστής, ο Π.Ο. μετέτρεπε την αποστειρωμένη εκπαιδευτική πράξη σε μια μαγική χυμώδη περιπέτεια που διεμβόλιζε τις μαθητικές άμυνες. Όπλα του η εμμονική αφοσίωση στην αξία της προσωπικής συνάντησης με τον Άλλο, η αβίαστη περιδιάβαση στα ιερά της Τέχνης και το άνοιγμα της σχολικής αίθουσας στη ροή των κοινωνικών πραγμάτων. Η ποίηση, ο κινηματογράφος, η μουσική από τη μια, η οδύνη της κοινωνικής αδικίας και του αυταρχισμού αλλά και η ισχύς της αλληλεγγύης από την άλλη. Βίωσα τη δύναμη αυτού του παραδείγματος πολλές φορές (ένας τοίχος χώριζε τις σχολικές μας αίθουσες, μακρά η συγγραφική συνεργασία, αδιάκοπη η «συμβιωτική» σχέση). Βλέπω τη σπορά του σήμερα μιλώντας με παλιούς μαθητές του.

Αν έμεναν εκεί τα πράγματα, τολμώ να εικάσω πως ο Π.Ο. θα στροβιλιζόταν για χρόνια, όλο και δημιουργικότερος, γύρω από τη δίνη της διδακτικής πράξης και θα αποτολμούσε, αργά ή γρήγορα, να εκδώσει ποιήματά του. Όμως το 2007 ήρθε η αρρώστια. «Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες πόνου. Δεν του αρκούν. Βρήκε ωραίο χουζούρι στο κορμί μου. Θα μείνει, λέει. Κι άλλο. Μόνο που, όσο θρονιάζεται, τόσο δυναμώνω τα ηχεία και του φωνάζω στο αυτί: «Σε αγαπάω, πουτάνα ζωή (ακόμη κι έτσι)». Με αυτήν τη μελωδία. Πάντα».

Τα χρόνια που ακολούθησαν, κερδισμένα με δυσκολία, φόβο και πολύ θάρρος, έγιναν χρόνια μιας εκπληκτικής αλλαγής, μιας ιλιγγιώδους επιτάχυνσης, παρά τις επώδυνες αποσύρσεις που η νόσος επέβαλλε. Η υποχρεωτική αποκοπή από την ζωογόνο αυτοέκθεση στην σχολική τάξη γέννησε μια νέα εξωστρέφεια. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές (και ξεκίνησε διδακτορικό) στη Λογοτεχνία του Εμφυλίου. Η ήπια ως τότε συγγραφική άσκηση έγινε κατά καιρούς φρενήρης παραγωγή ποιητικού και πεζού λόγου, που διά του διαδικτύου περνούσε αμέσως στους ολοένα και περισσότερους αναγνώστες. Μέρος αυτού του έργου είναι το πρόσφατα εκδοθέν «Εξώφυλλο δέρμα του χρόνου».

Ο λόγος του αναζητούσε κι άλλο μικρόφωνο και το βρήκε, φιλόξενο και οικείο, στο στούντιο του Radiobubble. Οι εκπομπές του, αρκετές από κοινού με τον υπογράφοντα, οι περισσότερες αποκλειστικά δικές του, απέκτησαν γρήγορα μια διακριτή ταυτότητα: τρυφερότητα και βέβηλος σαρκασμός, εξομολόγηση και διονυσιασμός, πολιτική κριτική και ακράγγιγμα του μοναχικού πόνου. Κι όλα αυτά με σπάνιες μουσικές αναζητήσεις και τα μάτια ανοιχτά στις μεγάλες θάλασσες που δε βρέχουν το μικρό χωριό μας.

Συνοδεία σε αυτά η καταιγιστική παρουσία του στο twitter: στο άθλημα της ολιγόλεξης δημόσιας παρέμβασης ο Π.Ο. έδειξε τι σημαίνει λαγαρός λόγος, πολιτικός σχολιασμός, βλάσφημη αποδόμηση προσώπων και θεσμών, εμβληματικά ρωμαλέες αναφορές στην προσωπική μάχη ζωής. Εντέλει, έστησε ένα διαρκές παιχνίδι ύφους και περιεχομένου, με τη μια του περσόνα να εισχωρεί στην άλλη, ως Π.Ο., Καίσαρ Εμμανουήλ ή contrabando. Δεν επιδίωξε ωστόσο ποτέ απόκρυψη ταυτότητας, δεν έπαιξε εκ του ασφαλούς στην ανωνυμία του διαδικτύου.

Το νήμα της διαδρομής κόπηκε γρήγορα. Πρόλαβε όμως ο Π.Ο. να οικοδομήσει τη συμπαγή παρουσία ενός προσιτού, ενεργού διανοούμενου ακροβατώντας στα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου. Ζωή, τέχνη και πολιτική σε διαρκή ώσμωση, πάντα με την ανάσα μιας ζώσας ανήσυχης Αριστεράς. Κάποιοι είπαν πως ο Π.Ο. ήταν μια φωνή της Αριστεράς όπως τη θέλουμε, με τους χυμούς, τις αγωνίες και τις αβεβαιότητες, αλλά και με θυμό κι ορμή. Ανένταχτος από άποψη και θέση ο ίδιος, άρδευσε ωστόσο ακούραστα το ποτάμι μιας Αριστεράς που ακούει τον άνθρωπο και όχι τους μηχανισμούς.

Είπα, αποχαιρετώντας τον Πάνο, πως σαν μικρός Χριστός ευλογούσε ένα ποτό κι ένα τσιγάρο και του έφταναν να θρέψει όσους πλησίαζαν. Εξηγούμαι, με μιαν εικόνα που έζησα αμέτρητες φορές: ο Πάνος ήταν οικείος και «δικός» για τους μαθητές του και τους ξένους, για τον Πακιστανό με τα λουλούδια και τον συμπότη, για τον διπλανό ασθενή στον θάλαμο και τον ομοτράπεζο στο γλέντι. Δυο κουβέντες ήταν αρκετές για να ξυπνήσουν νοσταλγίες γνωστές και γεύσεις άγνωστες. Αυτή η φλόγα ζέστανε κόσμο πολύ, αυτή έμεινε να καίει μέχρι το τελευταίο tweet και τις δύσκολες μέρες πριν το τέλος, αυτή ανταπέδωσαν οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι του με θλίψη ειλικρινή μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του.

Υγ. Κάποια λίγα κείμενά του μπορούν να βρεθούν εδώ:

Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s