Το πρόσφατο νομοσχέδιο που αφορά στην νομική μορφή των θρησκευτικών κοινοτήτων έγινε σε γενικές γραμμές θετικά δεκτό από τις ίδιες τις θρησκευτικές κοινότητες. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι επί δεκαετίες τα θέματά τους έμεναν αρρύθμιστα και οι ίδιες μετεωρίζονταν σε θεσμικό κενό. Ο υπουργός Παιδείας κ. Λοβέρδος μίλησε για «προβλήματα που εκκρεμούσαν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους» και έκανε λόγο για ιστορική στιγμή. Προφανώς πρόκειται για θετική εξέλιξη, αφού οι τόσο κακοπαθημένες στη χώρα μας θρησκευτικές κοινότητες μπορούν τώρα να αποκτήσουν νομική μορφή. Δικαιολογούνται όμως οι υπουργικές μεγαλοστομίες;
Οι επιφυλάξεις πολλές. Κατ’ αρχάς, το νομοσχέδιο αγνοεί τον οικουμενικό χαρακτήρα των θρησκειών, αναδεικνύει ως αντικείμενο των ρυθμίσεών του τις τοπικές (ούτε καν εθνικές) θρησκευτικές κοινότητες και περιορίζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα συλλογικής άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας στους κατοίκους «καθορισμένης γεωγραφικής περιοχής». Αγνοείται έτσι κάθε κοινωνική και ιστορική παράμετρος της θρησκευτικής πίστης και της οργανωμένης άσκησής της. Γι’ αυτούς τους λόγους η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διαπιστώνει πως ο συγκεκριμένος ορισμός της θρησκευτικής κοινότητας δεν συνάδει με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον χαρακτηρίζει «εντελώς αντιεπιστημονικό». Κατά δεύτερον, ενώ ο νόμος διακηρυκτικά αποσκοπεί στην ομογενοποίηση της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών κοινοτήτων (αυτοχαρακτηρίζεται μάλιστα «ευρύχωρος» νόμος), στην πράξη διαμορφώνει διαφορετικές ταχύτητες θρησκευτικών: ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και λοιποί φτωχοί συγγενείς.
Και πάλι ο καλόπιστος αναγνώστης θα αντιτείνει: ακόμα και αν υπάρχουν προβλήματα στο νομοσχέδιο, δεν θα είναι καλύτερα από πριν; Ναι, θα είναι. Όμως επ΄ ουδενί δεν αγγίζεται η ρίζα των προβλημάτων. Με το νομοσχέδιο το αρμόδιο υπουργείο και γενικότερα η πολιτική τάξη επιχειρούν να στριμώξουν το ευρύτατο πεδίο της θρησκευτικής ελευθερίας σε μια «τακτοποίηση» νομικών προσώπων και μάλιστα «τσιγκούνικη». Γιατί αυτό; Μα επειδή έτσι μπορεί η Πολιτεία να σφυρίζει αδιάφορα για το μείζον που είναι η πλήρης ρύθμιση των σχέσεών της με τις θρησκευτικές κοινότητες. Και γιατί πάλι αυτό; Μα γιατί έτσι η Πολιτεία αφήνει στην άκρη το μέγιστο και ακανθώδες, που είναι η ρύθμιση των σχέσεών της με την Ελλαδική Εκκλησία.
Έτσι εξηγείται γιατί, σε ένα νομοσχέδιο που άργησε επί δεκαετίες, αυτό που δεν αντιμετωπίζεται είναι ακριβώς τα προβλήματα δεκαετιών. Ενδεικτικά: προσηλυτισμός, Μεταξικός νόμος για τις άδειες ανέγερσης ευκτηρίων οίκων, θρησκευτικά σύμβολα, νόμοι περί βλασφημίας, εφαρμογή της Σαρίας στη Θράκη. Και βέβαια, έτσι εξηγείται γιατί το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (τα Θρησκεύματα επανήλθαν στον τίτλο, αν δεν το προσέξατε) επέλεξε να αγνοήσει προγενέστερο, πλήρως επεξεργασμένο, σχέδιο νόμου της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σχετικά με τις σχέσεις Πολιτείας και θρησκευτικών κοινοτήτων. Το σχέδιο είχε εκπονηθεί ήδη από το 2006 (στην βάση σχετικής πρότασης της Ελλ. Ένωσης για τα Δικαιώματα).
Αυτή η κοντόφθαλμη προσέγγιση δεν επιλέγεται μόνο από τη συμπολίτευση αλλά και από τη μείζονα αντιπολίτευση. Οι σχετικές τοποθετήσεις επιμελώς απέφυγαν να θέσουν τα μείζονα ζητήματα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας. Για μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού ζητούμενο δεν είναι η επίλυση εκκρεμών ζητημάτων των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ζητούμενο είναι ένα διαρκές καθησυχαστικό νεύμα προς την Ορθόδοξη Εκκλησία πως η Πολιτεία θα συνεχίσει να την αντιμετωπίζει όχι ως ποσοτικά επικρατούσα θρησκεία αλλά ως ποιοτικά επικρατούσα, κυρίαρχη και ορίζουσα το μέτρο για τις υπόλοιπες. Θαυμάστε διατύπωση, θρησκευτικά ουδέτερη και αποστασιοποιημένη, σε νομοσχέδιο δυτικού κράτους, εν έτει 2014: «…Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος ή των λοιπών, εντός ή εκτός Ελλάδος, ομόδοξων Εκκλησιών του Χριστού, Πατριαρχείων, Μητροπόλεων ή Μονών, που είναι ενωμένες δογματικώς με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τηρούν, όπως και εκείνη, απαρασαλεύτως τους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες και τις Ιερές Παραδόσεις». Κι αν δεν φτάνει αυτό, σκεφτείτε πως το νομοσχέδιο προβλέπει ως αίτιο διάλυσης θρησκευτικού νομικού προσώπου την «ανήθικη ή αντίθετη προς τη δημόσια τάξη λειτουργία του».
Τι έχουμε λοιπόν; Την θρησκευτική ελευθερία ως διακινδύνευση της κοινωνικής τάξης και ηθικής! Ιδού πεδίο δόξας λαμπρό για μια νέα, ευλαβική έναντι της Εκκλησίας, διακομματική πλέον ρεαλπολιτίκ.