Επιθετικός λόγος και πολιτικοί στο twitter

twitter_count-featured1

Ο πολιτικός διάλογος αποκτά συχνά χαρακτηριστικά πολεμικής σύρραξης. Αλλωστε, κάθε σύγκρουση παρουσιάζει εξάρσεις και υπερβολές. Η συλλήβδην απόρριψη του επιθετικού λόγου είναι εύκολη και σχεδόν ταυτολογική. Γενικεύει αβασάνιστα και εστιάζει αποκλειστικά στα πρόσωπα, αποδίδοντας το φαινόμενο μόνο στη δική τους ιδιοσυγκρασία. Ας δούμε, επί παραδείγματι, την τριανδρία Καμμένου – Πολάκη – Γεωργιάδη.

Αν περιοριστούμε στην τακτική και τις υφολογικές επιλογές τους, λίγο πολύ θα συμφωνήσουμε ότι ο λόγος τους είναι ηθικολογικός και επιθετικός, «μάτσο» και «παντελονάτος», εθνοκεντρικός και σεξιστικός, λόγος ευκολίας με τσιτάτα του twitter. Είναι λόγος μανιχαϊστικός, εχθρεύεται τις λεπτές αποχρώσεις, τα «μέσα γκρίζα» της λογικής. Εκμεταλλεύονται και οι τρεις με κάθε τρόπο τα νέα μέσα. Παράγουν ένα υπέρβαρο πληροφορίας στην προσπάθειά τους να διατηρούνται στην προκλητική κόψη της επικαιρότητας. Αρκούν αυτά τα στοιχεία για να εξομοιωθούν πλήρως; Αποτελούν το ύφος και τα εκφραστικά τους μέσα όλη την είδηση; Ταύτιση σε αυτά σημαίνει ταύτιση σε όλα; Το ερώτημα μένει ανοιχτό στην κρίση του αναγνώστη.

Τα πρόσωπα εντάσσονται σε και υπηρετούν ευρύτερες ισορροπίες, δυναμικές και ανάγκες. Ο δημόσιος διάλογος είναι θέμα συσχετισμών και πολιτικού διακυβεύματος. Είναι κυρίως θέμα βαθμού αξιοπιστίας του ίδιου του συστήματος αντιπροσώπευσης. Σε περιόδους γενικευμένης αναξιοπιστίας, τότε που το πολιτικό προσωπικό «καίγεται» με γοργούς ρυθμούς, οι τόνοι ανεβαίνουν. Τότε η σύγκρουση για τον έλεγχο του πεδίου και των μέσων της αντιπροσώπευσης γίνεται λυσσαλέα, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου και η ρητορική του πολιτικού μίσους αποτελούν μια απεγνωσμένη προσπάθεια αυτοεξαίρεσης και σωτηρίας ενός εκάστου από τη ραγδαία εξάντληση του πολιτικού προσωπικού.

Παραμένω στο παράδειγμα των τριών. Είναι βέβαιο ότι θα εξανίσταντο για τη συμπερίληψή τους σε κοινή ομάδα. Ολοι, πλην ίσως Γεωργιάδη, θα πρόβαλλαν, μάλιστα, τη διαφοροποίησή τους από την ακροδεξιά. Ακόμα και ο κ. Καμμένος. Ομως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο ισοπεδωτικός λόγος, ο μανιχαϊσμός, η διαρκής παραπομπή στην Κάθαρση, η δημιουργία εχθρών, η συνωμοσιολογία και η ηθικολογία, ακόμα και με αριστερό πρόσημο, τρέφουν εντέλει τον αντικοινοβουλευτισμό και την αμφισβήτηση των θεσμών. Και εδώ ακριβώς φαίνεται η βαθιά κρίση. Γιατί η διάχυση αυτού του λόγου είναι σχεδόν οριζόντια και δεν περιορίζεται στο πεδίο της πολιτικής. Ενδημεί στον λόγο ιεραρχών, διαμορφωτών της κοινής γνώμης, δημοσιολογούντων και δημοσιογράφων.

Κάθε κουβέντα για τον δημόσιο διάλογο οφείλει να λαμβάνει υπόψη την τομή του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, εκείνο το ιστορικό momentum, την ιλιγγιώδη απογείωση και αμέσως μετά την κατακρήμνιση της ίδιας της έννοιας της αντιπροσώπευσης. Με το δημοψήφισμα, την έκβαση και την πολιτική αξιοποίησή του έχει δημιουργηθεί ένα εν αναμονή συσσωρευμένο κεφάλαιο δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης. Η διάψευση διόγκωσε την κοινωνική απογοήτευση και την παράλυση του κοινωνικού σώματος και προκάλεσε τη στροφή στην πλήρη ιδιώτευση και τον κοινωνικό συντηρητισμό (Μαυρής, 2017).

Η προηγηθείσα σύγκρουση του μνημονίου αποτελεί την εμβληματική κορύφωση των μεγάλων πολιτικών συγκρούσεων της Μεταπολίτευσης, των δικομματικών πολώσεων του ’80 και του ’90. Ας μην μας διαφεύγει ότι παράλληλα με τις αντιπαραθέσεις της κεντρικής σκηνής διαμορφώνονταν, στους μακεδονικούς ανένδοτους και στις μάχες των ταυτοτήτων, οι άμορφες δυνάμεις που κυριαρχούν έκτοτε στον δημόσιο διάλογο, με μανδύα εθνικό και αντιμνημονιακή λεοντή.

Ας μην σπεύσουν όμως να συμφωνήσουν με τα παραπάνω οι θιασώτες του εύκολου αντιλαϊκισμού. Εμπρηστικός λόγος δεν είναι μόνο εκείνος που περιλαμβάνει ύβρεις, βαρείς χαρακτηρισμούς και απειλές. Είναι κι ο ισοπεδωτικός αντιλαϊκισμός, που επιχείρησε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια να εκτοπίσει τους «μολυσμένους από τον ιό του λαϊκισμού» σε ένα νέο no man’s land. Η βαριά βιομηχανία του μιντιακού αντιλαϊκισμού συνεχίζει να αποδίδει την κρίση μονοσήμαντα στο δημόσιο και το κομματικό – πελατειακό σύστημα, χωρίς καμιά πραγματική αγωνία για τη στρεβλή ανάπτυξη, τη βαριά διαφθορά και τη φοροδιαφυγή. Αυτός ο υπεραπλουστευτικός αντιλαϊκισμός απογυμνώνει την κρίση από κάθε ταξικό γνώρισμα και γίνεται ένας νέος λαϊκισμός. Λόγος αντιλαϊκός και ταυτόχρονα λαϊκιστικός με μανδύα αντιλαϊκισμού. Το γεγονός ότι κανοναρχούν στο μέτωπο αυτό συγκεκριμένοι ιδιοκτήτες ΜΜΕ, τινές εκ των οποίων βουτηγμένοι στο οικονομικό ή και στο κοινό έγκλημα και τη φοροδιαφυγή ως τον λαιμό, αποτελεί επίσης λάδι στη φωτιά του επιθετικού πολιτικού λόγου.

«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», που θα έλεγε πάλι σήμερα ο ποιητής.

Δημοσιεύτηκε στη Νέα Σελίδα

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s