Ο ευρύς δημόσιος σχολιασμός για την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για την ιθαγένεια των μεταναστών εστιάζεται στο ίδιο το περιεχόμενο της απόφασης αλλά και στην αποτίμηση του ρόλου τον οποίο επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαστήριο. Αποτολμώντας μια πρώτη προσωπική εκτίμηση, θα λέγαμε ότι η απόφαση ενδεχομένως να μην δικαιολογεί τις ουρανομήκεις ιαχές ορισμένων πολέμιων του ισχύοντος νόμου για την ιθαγένεια. Ο ενθουσιασμός τους αντιστοιχεί περισσότερο στις προηγούμενες διαρροές της απόφασης, μένει όμως να αποδειχθεί εάν θα επιβεβαιωθεί από τις επόμενες εξελίξεις για το ζήτημα της ιθαγένειας.
Η απόφαση είναι πάντως προφανέστατα αρνητική. Εμβληματική η διατύπωση του δικαστηρίου πως τα έθνη και οι λαοί «δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα», η οποία φέρεται να προϋποθέτει σωρευτικά «σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά», που θα διαταρασσόταν από «προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως». Εκπλήσσει η διεκδίκηση από το δικαστήριο ενός ρόλου «υπεριστορικού σοφού γέροντα», ο οποίος υπερίπταται της ζώσας κοινωνίας και συνομιλεί απευθείας με την Ιστορία. Επιλέγει μια (στενή και πάντως συζητήσιμη, όπως κάθε άλλη) θεωρητική προσέγγιση της έννοιας του έθνους, την αναγορεύει σε αυθεντική και αυτονόητη επιχειρώντας να την αναγάγει σε συνταγματική επιταγή.
Η εμφατική εμμονή στην μία και μόνη αντίληψη περί έθνους οδηγεί το δικαστήριο και σε μια ιδιότυπη πρόσληψη των σχέσεων του ατόμου με την κοινότητα. Οι γνωστοί δεσμοί (πολιτικοί, συνειδησιακοί, κοινωνικοί, νομικοί και άλλοι) που θεμελιώνουν την κοινωνική συνύπαρξη οφείλουν να υποχωρούν (προφανώς ως ατελείς σπόνδυλοι) μπροστά σε ό,τι το δικαστήριο αντιλαμβάνεται ως γνήσιους δεσμούς με το έθνος. Έτσι όμως η όλη προβληματική για την κτήση ιθαγένειας εκτοπίζεται από το πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο σε ένα άλλο πεδίο που οφείλει πρωτίστως να προκαλεί μεταφυσικό δέος και φόβο. Κυριαρχεί η έννοια της κληρονομικότητας, ως μόνης οδού που οδηγεί στη σφυρηλάτηση γνήσιων δεσμών με το έθνος, ενώ κάθε άλλη οδός μπορεί να νοείται μόνο ως εξαίρεση.
Η απόφαση γεννά συγκεκριμένες απορίες. Ενδεικτικά: απέχει η θέση του δικαστηρίου από τα ισχύοντα για τους ομογενείς που λαμβάνουν την ιθαγένεια ακόμα και μετά από πολλές γενιές, ακόμα και όταν δεν γνωρίζουν ελληνικά. Προφανώς οι ελληνοαμερικανοί τέταρτης γενιάς κολυμπούν για πάντα σε μια θάλασσα ελληνικότητας. Απέχει η θέση του για την ψήφο των αλλοδαπών στις τοπικές εκλογές από τα ισχύοντα για τους κοινοτικούς πολίτες. Προβληματική η θέση του για το ζήτημα της εκπαίδευσης εκείνης που απαιτείται για να τεκμαίρεται η οικοδόμηση γνήσιων δεσμών με το έθνος. Το δημοτικό σχολείο δεν αρκεί (αφού τα έθνη «δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι») αλλά υπονοείται πως αν προστεθεί και το γυμνάσιο τότε οι σπόνδυλοι αυξάνονται…
Οι ιδεολογικές προτιμήσεις των δικαστών συνιστούν βέβαια αναφαίρετο δικαίωμά τους. Όμως η πλειοψηφία της ολομέλειας μετουσιώνει πολιτικές αντιλήψεις σε συνταγματικές αποφάνσεις καθ’ υπέρβαση των ορίων αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας, όπως επισημαίνει η μειοψηφία των 13 μελών. Το λόγο λοιπόν τώρα έχει ο νομοθέτης. Οι μόνοι πολιτειακά αρμόδιοι, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού, θα αποφανθούν και πάλι για αυτό το μείζον πολιτικό και πολιτειακό –και όχι νομικό- ζήτημα.
Εκείνοι θα επιλέξουν εάν τάσσονται με τη συντεταγμένη συμπερίληψη ή με μεταφυσικής αφετηρίας μηχανισμούς αποκλεισμού. Εκείνοι θα επιλέξουν. Αντιλαμβάνονται το έθνος ως μια, συγκεκριμένη μεν αλλά διαρκώς συγκροτούμενη, κοινότητα, ζωντανή στον χρόνο και τον χώρο; Ή συντάσσονται με την άποψη του ΣτΕ που, μόνο αυτό, πρόλαβε να απαθανατίσει τη χαμένη στο χρόνο στιγμή της συγκρότησης του Ελληνικού έθνους και εννοεί να αποβάλει ό,τι αποκλίνει από αυτή; Η επιλογή συμπυκνώνεται στο σημειακό ζήτημα της ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών, των συμμαθητών των δικών μας παιδιών. Στην επιλογή αυτή οι δυνάμεις της συμπερίληψης θα κληθούν να υπερβούν εαυτούς και αλλήλους. Πρέπει να το κάνουν αφήνοντας στην άκρη μνημονιακού ή άλλου τύπου τομές. Πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι όσοι επιμένουν στον δρόμο του αποκλεισμού θα χρειαστούν ως συνοδοιπόρους τους νεοεκλεγμένους θιασώτες του εθνοφυλετικού μίσους.
«απέχει η θέση του δικαστηρίου από τα ισχύοντα για τους ομογενείς που λαμβάνουν την ιθαγένεια ακόμα και μετά από πολλές γενιές, ακόμα και όταν δεν γνωρίζουν ελληνικά.»
Δεν τους απονέμεται το πρώτον, τους αναγνωρίζεται, επειδή την έχουν ήδη, απλώς ήταν ανενεργός. Σοβαρή διαφορά.
«Απέχει η θέση του για την ψήφο των αλλοδαπών στις τοπικές εκλογές από τα ισχύοντα για τους κοινοτικούς πολίτες.»
Στο δεύτερο υπάρχει ειδικό άρθρο στο Σ και σχετική ενωσιακή νομοθεσί, ενώ στο πρώτο όχι. Σοβαρή διαφορά.
«Δεν τους απονέμεται το πρώτον, τους αναγνωρίζεται, επειδή την έχουν ήδη, απλώς ήταν ανενεργός. Σοβαρή διαφορά»: Τους αναγνωρίζεται από τη διοίκηση επειδή προηγουμένως ο νομοθέτης είχε ορίσει τον αντίστοιχο λόγο κτήσης, άρα την έχουν εκ του νόμου και όχι εκ φύσεως. Όπως το 1 ΚΕΙ ορίζει κτήση λόγω γέννησης από έλληνα γονέα, έτσι και το 1α ορίζει κτήση υπό κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ουδεμία διαφορά.
«Στο δεύτερο υπάρχει ειδικό άρθρο στο Σ και σχετική ενωσιακή νομοθεσία, ενώ στο πρώτο όχι. Σοβαρή διαφορά»: Το άρθρο 102.2β΄ δεν είναι και τόσο ειδικό, δηλαδή δεν αφορά μόνο τους ευρωπαίους αλλ’ αναθέτει γενικά στο νομοθέτη την αρμοδιότητα ρύθμισης προκειμένου περί δημοτικών εκλογών (δείτε και τα πρακτικά της αναθεωρητικής που παραθέτει η μειοψηφία). Ουδεμία διαφορά.
1. Δεν κατάλαβα. Οι ομογενείς, βάσει νόμου που πάντα ίσχυε και είναι όμοιος με τους νόμους που ισχύουν παντού στην γη, καθώς και του Σ, που απαγορεύει καταρχήν την αφαίρεση της ιθαγένειας, δεν έχουν απολέσει ποτέ την ιθαγένειά τους (άλλο ζήτημα αν ενδιαφέρονται να την καταστήσουν ενεργό, εγγραφόμενοι στα δημοτολόγια. Πρόβλημά τους). Ανήκουν λοιπόν στον λαό ήδη, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αντιθέτως, το ζητούμενο εδώ είναι αν επιτρέπεται να συμπεριληφθούν το πρώτον στον λαό κάποιοι που δεν ανήκουν ακόμα, αλλά απλώς το επιθυμούν. Δεν βλέπω την ομοιότητα ούτε πώς μπορεί να συναχθή επιχείρημα από τους μεν προς τους δε.
Αλλιώς: τι το ειδικό έχουν οι ομογενείς σε σχέση με εμάς τους υπολοίπους; Και οι δύο με τον ίδιο τρόπο έχουμε αποκτήσει ιθαγένεια. Γιατί κανείς δεν διανοείται να διατυπώση το επιχείρημα «αφού ο Αναγνωστόπουλος έχει ιθαγένεια από τους γονείς του, πρέπει να απονεμηθή και στον Χ, που είναι αλλοδαπός»; Αλλά ο συγγραφέας αποτολμά το εντελώς όμοιο στην δομή του επιχείρημα «αφού ο ομογενής Αναγνωστόπουλος έχει ιθαγένεια από τους γονείς του, πρέπει να απονεμηθή και στον Χ, που είναι αλλοδαπός».
Στον Χ ίσως να πρέπη να απονεμηθή ιθαγένεια για χίλιους δυο άλλους λόγους, πάντως όχι επειδή οι ομογενείς έχουν ήδη.
Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση του άρθρου «λαμβάνουν την ιθαγένεια» ανακριβολογεί και γιαυτό δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις. Κανείς δεν λαμβάνει αυτό που ήδη έχει.
2. Το ειδικό άρθρο δεν είναι το 102, αλλά το 28 βέβαια. Αυτό μνημονεύει και η απόφαση άλλωστε. Υπενθυμίζω τις όμοιες αποφάσεις για το ζήτημα του ιταλικου συνταγματικού και του γερμανικού νομίζω.
1. Το σχόλιο του συγγραφέα για τους ομογενείς θα είχε κάποιο βάρος αν αναφερόταν στους ομογενείς που δεν κατάγονται από Έλληνες πολίτες, π.χ. Κυπρίους ή Ποντίους. Εκεί πράγματι απονέμεται ιθαγένεια για πρώτη φορά, αλλά η πρακτική αυτή, με τους γνωστούς περιορισμούς και τις επί δεκαετίες αγκυλώσεις που πολύ καλά γνωρίζετε, καλύπτεται το διχως άλλο από το περί ομογένειας άρθρο του Σ. Ο συγγραφέας όμως δεν αναφέρεται σε αυτές τις περιπτώσεις, γιατί μιλά σαφώς για «ομογενείς που λαμβάνουν την ιθαγένεια ακόμα και μετά από πολλές γενιές», προφανώς από τότε που οι πρόγονοί τους αποδήμησαν (χωρίς να απολέσουν την ιθαγένεια φυσικά).
1. «Δεν βλέπω την ομοιότητα … Οι ομογενείς, βάσει νόμου που πάντα ίσχυε και είναι όμοιος με τους νόμους που ισχύουν παντού στην γη, δεν έχουν απολέσει ποτέ την ιθαγένειά τους»: Και όμως, ξανασκεφτείτε το. Οι ήδη ζώντες την έχουν και δεν μπορεί να τη χάσουν, όχι όμως οι αγέννητοι. Σ’ αυτούς θα μπορούσε εφεξής ν’ αναγνωρίζεται μόνον υπό όρους, όπως έγινε στην πατρίδα του ius sanguinis, τη Γερμανία, με το άρθρο 4 § 4 StAG κατά τη μεταρρύθμιση του 1999 (δείτε το). Με άλλα λόγια, το ότι διατηρούν την ιθαγένεια άνευ ετέρου οι 88ης γενεάς ελληνοαμερικάνοι αν βρουν απώτατον έλληνα πρόγονο και χωρίς τον παραμικρό δεσμό των ενδιαμέσων με τη χώρα, ε ναι, αυτό αποτελεί επιλογή του νομοθέτη. Αντίθετα, για τα τέκνα αλλοδαπών που γεννήθηκαν και σπούδασαν στη χώρα το ΣτΕ αξιώνει πρόσθετα κριτήρια και τεκμήρια, πέραν εκείνων του 3838. Τί άλλο αποτελεί αυτό το σχήμα, αν όχι ανισότητα βάσει φυλετικής καταγωγής; Αυτό νομίζω ότι εννοεί ο Αντίφωνος, και όχι φυσικά να πάρουν ιθαγένεια τα αλλοδαπόπουλα «επειδή οι ομογενείς έχουν ήδη».
2. «Το ειδικό άρθρο δεν είναι το 102, αλλά το 28 βέβαια»: Το 28 πράγματι θα αρκούσε, αν το ζήτημα ήταν μόνον οι ευρωπαίοι. Ωστόσο η αναθεωρητική του 2001 άλλαξε και το 102, ακριβώς επειδή (το γράφουν τα πρακτικά!) θέλησε να καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή και άλλων.
1. Ευχαριστώ για την πληροφορία για τον γερμανικό νόμο, δεν την ήξερα. Σε εμάς δεν αλλάζει κάτι πάντως: δεν πρόκειται για «ανισότητα βάσει φυλετικής καταγωγής», αλλά για εκπλήρωση της επιταγής του άρ. 108 Σ: ενίσχυσε τους δεσμούς τους με την μητέρα πατρίδα, προφανώς, μεταξύ άλλων, και με την χορήγηση ιθαγένειας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης εκτίμησης. Αντισυνταγματικό θα ήταν αντιθέτως να εξισωθούν οι ομογενείς, καταγόμενοι ή όχι από Έλληνες πολίτες, με αλλοδαπούς ως προς τα κριτήρια χορήγησης ιθαγένειας.
2. Δεν τα έχω διαβάσει. Υπάρχει κάποια παραπομπή;
1. Υπόψιν βέβαια ότι το εύρος της νομοθετικής τροποποίησης του 99 δεν είναι και τόσο μεγάλο, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται, διότι επανερχόμαστε στον κανόνα της ιθαγένειας, αν το τέκνο θα γινόταν ανιθαγενές διαφορετικά, ήτοι σε όλες τις χώρες γέννησης όπου δεν χορηγείται αυτόματα ιθαγένεια διά της γεννήσεως. Άρα σε χώρες όπως η Έλλάδα τα μικρά γερμανάκια αποκτούν κανονικά ιθαγένεια. Πέρα τούτου, δεν έχει προφανώς αρχίσει να εφαρμόζεται ακόμη (ελπίζω!), καθώς αφορά γονείς γεννηθέντες μετά τις 31.12.99.
Μου φαίνεται όμως ότι περιπλέκει τα πράγματα χωρίς λόγο μια τέτοια μεταρρύθμιση. Πρώτον, υποβαθμίζει την υπάρχουσα νομική προστασία (μία ιθαγένεια έναντι δύο), πράγμα που με κάνει δύσπιστο εξαρχής. Δεύτερον, επωμίζει στους γονείς το βάρος της διάγνωσης ζητημάτων δικαίου ιθαγενείας της χώρας κατοικίας τους, που μπορεί να μην είναι και πολύ απλά, όπως αποδεικνύει και δική μας εμπειρία. Τρίτον, μπορεί να οδηγήση σε Γερμανούς στην εθνικότητα χωρίς γερμανική ιθαγένεια, απλώς και μόνο επειδή επέλεξαν (ή όχι!) να ζήσουν εκτός γερμανικής επικράτειας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν κατανοώ γιατί είναι δίκαιο.
1α. «εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 108 … Αντισυνταγματικό θα ήταν αντιθέτως να εξισωθούν οι ομογενείς, καταγόμενοι ή όχι από Έλληνες πολίτες, με αλλοδαπούς ως προς τα κριτήρια χορήγησης ιθαγένειας»: Ξανασκεφτείτε το κι αυτό, αποτελεί λήψη του ζητουμένου. Ποιούς αφορά η συνταγματική μέριμνα για τους ομογενείς; Τους απωτάτης καταγωγής ή εγκαταστάσεως, γονιδιακούς απογόνους -όπουλων και -ίδηδων, ή μήπως μόνο τους συνειδησιακά έλληνες, ήτοι όσους διατηρούν δεσμούς με μας εδώ που θά ’λεγε και το ΣτΕ; Είναι συνταγματικά ανεπίληπτη ή μήπως αποπνέει φυλετισμό η εμμονή του ΚΕΙ στην αέναη κληρονομικότητα;
1β. «περιπλέκει τα πράγματα χωρίς λόγο μια τέτοια μεταρρύθμιση … κάτι τέτοιο δεν κατανοώ γιατί είναι δίκαιο»: Μα δεν εισηγήθηκα ο καημένος να υιοθετήσουμε το γερμανικό σύστημα, απλώς το μνημόνευσα προκειμένου να σας πείσω ότι δεν είναι δα και τόσο αυτονόητα τα παραπάνω περί «νόμου που πάντα ίσχυε και είναι όμοιος με τους νόμους που ισχύουν παντού στην γη».
2. «Δεν τα έχω διαβάσει. Υπάρχει κάποια παραπομπή;»: Α, πάρα πολύ εύκολο, αρκεί αντί άλλων ό,τι ακριβώς παραθέτει κατά λέξιν η μειοψηφία της 460/2013.
1α. Όλα αυτά ήταν γνωστά το 1975 και είναι σαφές ποια ήταν η βούληση του συντακτικού νομοθέτη. Ας πούμε ίσως ότι δεν είναι υποχρεωτικό να ισχύη όπως ισχύει, αλλά απλώς επιτρέπεται. Αλλά όχι και ότι εγείρει προβλήματα συνταγματικότητας ως δήθεν εισάγουσα διάκριση λόγω φυλής.
Εύλογο επίσης είναι ότι, μιλώντας για «ενίσχυση», το Σ αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται και για ένα αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο: αναγνωρίζεις την ιθαγένεια ακόμη και σε όσους είναι χλιαροί για να γίνουν θερμοί. Ούτε αντιλαμβάνομαι ποια συνταγματική εκτίμηση υπαγορεύει να ερμηνεύσουμε περιοριστικά την έννοια της ομογένειας.
1β. Δεν υπονόησα το αντίθετο, απλώς σχολίασα γράφοντας τις πρώτες απορίες που μου πέρασαν από το μυαλό. Ομολογώ βέβαια ότι όλη αυτή η πολεμική που διαβάζω εις βάρος των ομογενών μας, γιατί ως τέτοια την εισπράττω, δεν με ενθουσιάζει. Έχω και γω ανίψια στα ξένα 🙂
2. Ναι, αυτό λέω, δεν την έχω δει κάπου δημοσιευμένη την μειοψηφία.
Η περίπτωση μού θυμίζει την νομολογιακή ας πούμε διάπλαση της (ηλίθιας) απόλυτης απαγόρευσης του άρ. 19 παρ. 3 περί αποδεικτικών απαγορεύσεων. Η βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν ξεκάθαρη: ακόμη και υπέρ του κατηγορουμένου απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση. Ο ΑΠ όμως απλούστατα παραβίασε (και το γράμμα της διάταξης και) την ιστορική βούληση, υποστηριζόμενος ομοθυμαδόν από την θεωρία. Και καλά έκανε.
Θέλω να πω, και η ιστορική βούληση δεν είναι το παν. Υπάρχουν και οι συστηματικές αξιολογήσεις.
1α. «Όλα αυτά ήταν γνωστά το 1975 και είναι σαφές ποια ήταν η βούληση του συντακτικού νομοθέτη»: Την απάντηση τη δίνετε μόνος σας, λίγες αράδες παρακάτω («και η ιστορική βούληση δεν είναι το παν. Υπάρχουν και οι συστηματικές αξιολογήσεις»), εκτός αν ο συντακτικός του 1975 είναι, ας πούμε, κάπως περισσότερο άξιος σεβασμού από τον αναθεωρητικό του 2001.
«όχι και ότι εγείρει προβλήματα συνταγματικότητας ως δήθεν εισάγουσα διάκριση λόγω φυλής»: Ε, πώς να το κάνουμε, δεν είναι και απολύτως ίση μεταχείριση ίσων περιπτώσεων το να ζητάμε «εξατομικευμένη κρίση» για τους γεννημένους και σπουδασμένους στη χώρα αλλ’ όχι για τους 88ης γενεάς ελληνοαυστραλούς.
«αναγνωρίζεις την ιθαγένεια ακόμη και σε όσους είναι χλιαροί για να γίνουν θερμοί»: Μα αυτό ακριβώς έκανε και ο 3838, να όμως που το ΣτΕ δεν συμφωνεί!
«Ούτε αντιλαμβάνομαι ποια συνταγματική εκτίμηση υπαγορεύει να ερμηνεύσουμε περιοριστικά την έννοια της ομογένειας»: Ωστόσο και το ίδιο το ΣτΕ, σε καλύτερες στιγμές του και πάντως όχι επί ζητημάτων εφαρμογής του άρθρου 1 ΚΕΙ, έχει δεχθεί ότι οι ομογενείς ορίζονται συνειδησιακά-πολιτισμικά και όχι γονιδιακά (δεν έχω πρόχειρους τους αριθμούς αποφάσεων, επιφυλάσσομαι).
1β. «όλη αυτή η πολεμική που διαβάζω εις βάρος των ομογενών μας, γιατί ως τέτοια την εισπράττω, δεν με ενθουσιάζει»: Η άντληση συγκριτικών επιχειρημάτων δεν συνιστά πολεμική σε βάρος κανενός, εφόσον κατατείνει στη διάχυση ευμενών ρυθμίσεων και όχι στη συρρίκνωσή τους.
2. «δεν την έχω δει κάπου δημοσιευμένη την μειοψηφία»: http://www.constitutionalism.gr/html/ent/498/ent.2498.asp
1α. Χαχα, απ’τον Βενιζέλο οποιοσδήποτε!
Πιο σοβαρά, κάθε αναθεώρηση έχει ένα εμβαλωματικό χαρακτήρα. Το σύστημα διασφαλίζεται πιο καλά στην σύνταξη. Όπως το 19 παρ. 3 συνεκτιμήθηκε με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το τεκμήριο αθωότητας, το δικαίωμα αποδείξεως και ο ΑΠ ανέτρεψε την ρητή αναθεωρητική βούληση, έτσι και το αναθεωρημένο 102 θα μπορούσε να συνεκτιμηθή με το 1 παρ. 3, την λαϊκή κυριαρχία ή δεν ξέρω και γω τι και να συμβή το ίδιο.
Το ουσιώδες είναι ότι έχει υπάρξει νομολογιακό προηγούμενο, χωρίς καμία αντίδραση.
«Μα αυτό ακριβώς έκανε και ο 3838, να όμως που το ΣτΕ δεν συμφωνεί!»
Αλλά στην περίπτωση των ομογενών υπήρχε ρητή επιταγή για «ενίσχυση» από το 108, ενώ στους αλλοδαπούς όχι. Δεν είναι το ίδιο.
1β. Αυτά που διαβάζω εγώ, εξ αφορμής και της ψήφου των κατοίκων εξωτερικού παλαιότερα, συνέκλιναν στο «τι τους θέλουμε αυτούς». Δεν λέω ότι όλοι όσοι αντλούν επιχειρήματα από το νομοθετικό του καθεστώς το κάνουν ας πούμε εχθρικά, αλλά υπάρχουν και αυτοί.
2. Ευχαριστώ.
Με την μειοψηφία διαφωνώ σε αυτό:
«Με τη λιτή αυτή διάταξη, το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να καθορίζει τις προϋποθέσεις, («τα προσόντα»), που απαιτούνται για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, χωρίς να επιβάλλει κανένα, με την εν λόγω ειδική διάταξη, περιορισμό στη σχετική εξουσία του νομοθετικού σώματος. »
Αυτό είναι στα όρια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας! 🙂
Αλλά πιο μεγάλη εντύπωση μού κάνει ότι, αν καταλαβαίνω καλά, ο Τσακόπουλος πέρασε από την μειοψηφία του Τμήματος στην πλειοψηφία της Ολομέλειας.
Παράξενο.
1α. «κάθε αναθεώρηση έχει ένα εμβαλωματικό χαρακτήρα … έχει υπάρξει νομολογιακό προηγούμενο, χωρίς καμία αντίδραση»: Από την άλλη πλευρά, οι αναθεωρήσεις (οι σωστές, όχι οι δικές μας!) είναι κατά τεκμήριο πλησιέστερες στη ζώσα πραγματικότητα. Μην πάρουμε φόρα και φτάσουμε να τις θεωρούμε μειωμένης ισχύος.
«στην περίπτωση των ομογενών υπήρχε ρητή επιταγή για “ενίσχυση” από το 108, ενώ στους αλλοδαπούς όχι. Δεν είναι το ίδιο»: Δεν είναι το ίδιο το ένα, δεν είναι το ίδιο το άλλο, παρά ταύτα ελπίζω τουλάχιστον ότι κατόρθωσα να διαταράξω κάποιες από τις βραχώδεις βεβαιότητες τις οποίες απέπνεε το πρώτο (και ολίγον το δεύτερο) σχόλιό σας.
2. «είναι στα όρια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας»: Μη βιάζεστε, η μειοψηφία λέει απλώς ότι «με την εν λόγω ειδική διάταξη» (4 § 3) δεν επιβάλλονται περιορισμοί, δεν λέει γενικώς ότι δεν νοούνται περιορισμοί ούτε καν από άλλες συνταγματικές διατάξεις.
«πέρασε από την μειοψηφία του Τμήματος στην πλειοψηφία της Ολομέλειας»: Εκείνος τουλάχιστον έχει το άλλοθι ότι η πλειοψηφία της Ολομέλειας εστιάζεται πλέον σε διαφορετικά επιχειρήματα. Αντίθετα, περισσότερο εντυπωσιακή μεταστροφή μου φαίνεται εκείνη της πλειοψηφίας του Τμήματος, η οποία παρέλειψε να συμπεριλάβει ως συγκλίνουσα γνώμη στη νέα απόφαση τους μνημειώδεις συλλογισμούς της. Ας μη νομίζει πάντως ότι θα λησμονηθούν εύκολα!
«βραχώδεις»
Λαπιντάρ; 😉
Ελλάδα, Ευρώπη και πατριωτισμός
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/02/blog-post_8.html
Η λιτότητα είναι το εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/02/blog-post_25.html